κενέβρειος

κενέβρειος

κενέβρειος, gew. τὰ κενέβρεια, sc. κρέα, Fleisch von verrecktem Vieh, das Aas, Ar. Av. 538, VLL. erkl. ϑνησίδια καὶ νεκριμαῖα κρέα; nach Phot. der Schindanger. – Ael. H. A. 6, 2 vrbdt κενέβριόν τε καὶ ϑνησείδιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενέβρειος — κενέβρειος, ον (Α) 1. (για ζώα) νεκρός, ψόφιος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) τα κενέβρεια α) πτώματα, θνησιμαία, ψοφίμια β) η αγορά όπου πωλούνταν θνησιμαίο κρέας για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πολύ αμφβλ. η σύνδεσή του με το κινάβρα] …   Dictionary of Greek

  • κενέβρειον — κενέβρειος carrion masc/fem acc sg κενέβρειος carrion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενεβρείων — κενέβρειος carrion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενέβρεια — κενέβρειος carrion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”