- κινάμωμον
κινάμωμον, τό, = κιννάμωμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινάμωμον, τό, = κιννάμωμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινάμωμον — κινάμωμον, τὸ (Α) βλ. κιννάμωμο … Dictionary of Greek
κινάμωμον — κιννάμωμον ḳinnamon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το … Dictionary of Greek
ԿԻՆԱՄՈՄՈՆ — (ի.) NBH 1 1096 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c, 13c գ. ԿԻՆԱՄՈՄՈՆ կամ ԿԻՆԱՄՈՆ. Բառ եբր. գիննէմոն. որ եւ գանաթօպ . եղէգն ընտիր. κωνάμωμον, κινάμωμον cinnamo, mum; cinamomum. իտ. canella. Նոյն ըստ Կասիա (զոր տեսցես), եւ ընդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)