- κιναίδισμα
κιναίδισμα, τό, unzüchtiges Leben des κίναιδος, Eust. 1784, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιναίδισμα, τό, unzüchtiges Leben des κίναιδος, Eust. 1784, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιναίδισμα — κιναίδισμα, τὸ (Μ) [κιναιδίζω] η παρά φύσιν ασέλγεια … Dictionary of Greek
κιναίδισμα — unnatural lewdness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικιναίδισμα — ἐπικιναίδισμα, τὸ (Α) αισχρή πράξη ή λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κιναίδισμα «παρά φύση ασέλγεια»] … Dictionary of Greek