- κιμβάζω
κιμβάζω, niederkauern, u. dah. zaudern, säumen, nach Phot. 166, 13 = στραγγεύεσϑαι. Vgl. ὀκιμβάζω, σκιμβάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιμβάζω, niederkauern, u. dah. zaudern, säumen, nach Phot. 166, 13 = στραγγεύεσϑαι. Vgl. ὀκιμβάζω, σκιμβάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιμβάζω — και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός*. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω] … Dictionary of Greek