- κεβαλή
κεβαλή, E. M 195, 39, = κέβλη, ἡ, od. κεβλή (nach Arcad. 107, 26, wo aber κελή steht), spätere alexandrinische Zusammenziehung aus κεφαλή, Kopf, Callim. frg. 140 in VLL,; vgl. Schol. Nic. Al. 433.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεβαλή, E. M 195, 39, = κέβλη, ἡ, od. κεβλή (nach Arcad. 107, 26, wo aber κελή steht), spätere alexandrinische Zusammenziehung aus κεφαλή, Kopf, Callim. frg. 140 in VLL,; vgl. Schol. Nic. Al. 433.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεβαλή — κεβαλή, ἡ (Α) βλ. κεβλή … Dictionary of Greek
κεβλή — και κέβλη και κεβαλή, ἡ (Α) κεφαλή*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού κεβαλή που είναι τής αρχ. μακεδονικής διαλέκτου, σχηματισμένος με την τροπή τού δασέος σε μέσο (φ > β), που αποτελεί γνωστό φωνολ. χαρακτηριστικό τής αρχ. μακεδόνικης… … Dictionary of Greek
ghebh-el-, -el-, -lo- — ghebh el , el , lo English meaning: weathercock; head Deutsche Übersetzung: “Giebel, Kopf” Material: Gk. κεφαλή “ head, end, acme, apex “, Maced. κεβλή, κεβαλή, PN Κέβαλος; unclear γαβαλάν ἐγκέφαλονἤ κεφαλήν Hes.; compare in… … Proto-Indo-European etymological dictionary