- κινναβάρινος
κινναβάρινος, von der Farbe des κιννάβαρι; Arist. H. A. 2, 1 E.; Ath. IX, 390 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινναβάρινος, von der Farbe des κιννάβαρι; Arist. H. A. 2, 1 E.; Ath. IX, 390 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινναβάρινος — η, ο (Α κινναβάρινος, ίνη, ον) [κιννάβαρι] αυτός που έχει το χρώμα τού κινναβάρεως, ο ερυθρός νεοελλ. ο βαμμένος με κιννάβαρι … Dictionary of Greek
κινναβαρίνων — κινναβάρινος like cinnabar fem gen pl κινναβάρινος like cinnabar masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινναβάρινον — κινναβάρινος like cinnabar masc acc sg κινναβάρινος like cinnabar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… … Dictionary of Greek
τιγγαβάρινος — ίνη, ον, Μ [τιγγάβαρι] αυτός που είναι κόκκινος σαν το κιννάβαρι, κινναβάρινος* … Dictionary of Greek