- κεμαδοσ-σόος
κεμαδοσ-σόος, Rehe (κεμάς) scheuchend, jagend, πόνος ἄγρης, Nonn. D. 5, 230. 9, 171 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεμαδοσ-σόος, Rehe (κεμάς) scheuchend, jagend, πόνος ἄγρης, Nonn. D. 5, 230. 9, 171 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.