γενεῆθεν, von Geburt, von Anfang an, Arat. 260.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενεήθεν — γενεῆθεν (Α) [γενεά] επίρρ. από τη γέννησή τους, από την αρχή, ανέκαθεν … Dictionary of Greek
γενεῆθεν — from birth indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)