κενεών — κενεών, ῶνος, ὁ (ΑΜ) κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.) αρχ. 1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και τού ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες 2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
κενεών — hollow between ribs and hip masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεῶν — κενός empty fem gen pl (epic) κενός empty masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεῶνα — κενεών hollow between ribs and hip masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεῶνας — κενεών hollow between ribs and hip masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεῶνες — κενεών hollow between ribs and hip masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεῶνι — κενεών hollow between ribs and hip masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεῶνος — κενεών hollow between ribs and hip masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεῶσι — κενεών hollow between ribs and hip masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεῶσιν — κενεών hollow between ribs and hip masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεώνων — κενεών hollow between ribs and hip masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)