- κεν-εμ-βατέω
κεν-εμ-βατέω, ins Leere, Hohle treten, eigtl. von der Sonde, ins Hohle treffen, Medic.; einen Fehltritt thun, Phot. σκαιεμβατεῖν; Plut. sagt ὁ ἀὴρ οὐκ ἀντερείδει τοῖς πετομένοις, ἀλλ' ὀλίσϑημα ποιεῖ ὥςπερ κενεμβατοῦσι, Flamin. 10, u. vrbdt κενεμβατοῦν καὶ σφαλλόμενον , de Alex. fort. 2, 4; vgl. Luc. somn. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.