- γενειάζω
γενειάζω, einen Bart bekommen, mannbar werden; ἄρτι γενειάσδων Theocr. 11, 9; vgl. Flacc. 1 (XIII, 12) u. App. 125. S. γενειάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενειάζω, einen Bart bekommen, mannbar werden; ἄρτι γενειάσδων Theocr. 11, 9; vgl. Flacc. 1 (XIII, 12) u. App. 125. S. γενειάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενειάζω — get a beard pres subj act 1st sg γενειάζω get a beard pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάζω — (AM γενειάζω) 1. αποκτώ, βγάζω γένια 2. φθάνω σε αντρική ηλικία, γίνομαι άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένυς δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. γενειάς] … Dictionary of Greek
γενειάζοντα — γενειάζω get a beard pres part act neut nom/voc/acc pl γενειάζω get a beard pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάζειν — γενειάζω get a beard pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάζων — γενειάζω get a beard pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάσδων — γενειάζω get a beard pres part act masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειᾶν — γενειάω grow a beard pres part act masc voc sg (doric aeolic) γενειάω grow a beard pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γενειάω grow a beard pres part act masc nom sg (doric aeolic) γενειᾶ̱ν , γενειάω grow a beard pres inf act (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάσας — γενειά̱σᾱς , γενειάω grow a beard pres part act fem acc pl (doric) γενειά̱σᾱς , γενειάω grow a beard pres part act fem gen sg (doric) γενειά̱σᾱς , γενειάω grow a beard aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) γενειά̱σᾱς , γενειάω grow… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάσουσιν — γενειά̱σουσιν , γενειάω grow a beard aor subj act 3rd pl (attic epic) γενειά̱σουσιν , γενειάω grow a beard aor subj act 3rd pl (epic doric aeolic) γενειά̱σουσιν , γενειάω grow a beard fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάσω — γενειά̱σω , γενειάω grow a beard aor subj act 1st sg (attic) γενειά̱σω , γενειάω grow a beard aor subj act 1st sg (doric aeolic) γενειά̱σω , γενειάω grow a beard fut ind act 1st sg (attic) γενειά̱σω , γενειάω grow a beard fut ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειῶν — γενειάω grow a beard pres part act masc voc sg γενειάω grow a beard pres part act neut nom/voc/acc sg γενειάω grow a beard pres part act masc nom sg (attic epic ionic) γενειάω grow a beard pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)