γενειάς

γενειάς

γενειάς, άδος, ἡ, 1) Bart, Hom. einmal, Odyss. 16, 176 κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, v. l. ἐϑειράδες, Aristarch las γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 ἔϑειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς ϑρίξ. ὅϑεν Ἀριστοτέλης (leg. Ἀρίσταρχος) ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν »κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον«, οὐκ »ἐϑειράδες«. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 121. – Aesch. Pers. 308; Eur. Suppl. 290. – 2) das Kinn, Aesch. frg. Glauc. 25; Eur. Phoen. 1390; von Pferden, Qu. Sm. 4, 548. – Auch = Wange, Eur. Hec. 344 I. T. 1366; Orph. Arg. 881. – Als adj. fem., das Kinn betreffend, Galen.; Poll. 1, 147.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γενειάς — beard fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάς — η (Α) βλ. γενειάδα …   Dictionary of Greek

  • γενειάδα — γενειάς beard fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδας — γενειάς beard fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδες — γενειάς beard fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδι — γενειάς beard fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδος — γενειάς beard fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδων — γενειάς beard fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάσιν — γενειάς beard fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειάδα — και γενεάδα, η (AM γενειάς, άδος) [γένειον] γένεια αρχ. στον πληθ. αἱ γενειάδες τα μάγουλα …   Dictionary of Greek

  • γενειάζω — (AM γενειάζω) 1. αποκτώ, βγάζω γένια 2. φθάνω σε αντρική ηλικία, γίνομαι άντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένυς δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. γενειάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”