ζεγέριες

ζεγέριες

ζεγέριες, bei Her. 4, 192, libysches Wort, = βουνοί, eine Abart von Mäusen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζεγέριες — ζεγέριες, οἱ (Α) λιβυκή λ. που σημαίνει βουνά, υψώματα γης, αλλά χρησιμοποιείται στον Ηρόδ. ως ονομασία είδους ποντικών («μυῶν δὲ γένεα τριζὰ αὐτόθι ἐστί οἱ μὲν δίποδες καλέονται, οἱ δὲ ζεγέριες», Ηρόδ.) (κατά τον Ησύχ.) «ζεγερίαι» …   Dictionary of Greek

  • ζεγέριες — mouse masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”