γιγάντειος

γιγάντειος

γιγάντειος, gigantisch, riesenhaft, Luc. Philops. 28 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γιγάντειος — και γιγάντιος, α, ο (AM γιγάντειος, α, ον) [γίγας] αυτός που μοιάζει στο μέγεθος ή στη δύναμη με γίγαντα ||νεοελλ. 1. υπεράνθρωπος 2. (για πράξεις ή πράγματα) αυτός που επιτελέστηκε ή συντελέστηκε με υπεράνθρωπους μόχθους …   Dictionary of Greek

  • Γιγαντείων — Γιγάντειος gigantic fem gen pl Γιγάντειος gigantic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιγάντειον — Γιγάντειος gigantic masc acc sg Γιγάντειος gigantic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιγαντείαις — Γιγάντειος gigantic fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιγαντείης — Γιγάντειος gigantic fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιγαντείοις — Γιγάντειος gigantic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιγαντείοισι — Γιγάντειος gigantic masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιγαντείου — Γιγάντειος gigantic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιγαντείῃσι — Γιγάντειος gigantic fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιγαντείῳ — Γιγάντειος gigantic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιγάντεια — Γιγάντειος gigantic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”