- κειμηλίωσις
κειμηλίωσις, ἡ, das Aufbewahren von Kostbarkeiten, Favor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κειμηλίωσις, ἡ, das Aufbewahren von Kostbarkeiten, Favor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κειμηλίωσις — κειμηλίωσις, ἡ (Α) [κειμηλιώ] η φύλαξη και αποταμίευση των κειμηλίων … Dictionary of Greek