γιγαντία

γιγαντία

γιγαντία, , der Gigantenkrieg, Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Γιγαντία — Γιγαντίᾱ , Γιγαντία fem nom/voc/acc dual Γιγαντίᾱ , Γιγαντία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγαντία — η (Α) βλ. γιγάντιος …   Dictionary of Greek

  • Γιγαντίαν — Γιγαντίᾱν , Γιγαντία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • γιγάντιος — α, ο (Α γιγάντιος, α, ον) νεοελλ. ο γιγάντειος αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ονομασία μήνα στην Άμφισσα και την Τριταία 2. το θηλ. ως ουσ. γιγάντια, η η γιγαντομαχία …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοβλάστη — η (ανατ. ιατρ.) γιγάντια, μη φυσιολογική, ερυθροβλάστη που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πυρήνα με λεπτή μαργαριτοειδή χρωματίνη, αφ ενός, και φυσιολογικού κυτταροπλάσματος, αφ ετέρου …   Dictionary of Greek

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοζωολογία — Κλάδος της παλαιοντολογίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων, τα οποία έζησαν στην υδρόγειο σε προηγούμενες γεωλογικές περιόδους και εποχές. Σήμερα είναι επιστημονικά εξακριβωμένο ότι η ζωή υπήρχε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με την απλή… …   Dictionary of Greek

  • σκολόπενδρα — (scolopendra). Αρθρόποδο της τάξης των σκολοπενδρομόρφων, γνωστό και με το όνομα σαρανταποδαρούσα. Η σ. αυτή είναι προικισμένη με 4 μάτια στα πλευρά και με 21 ζευγάρια κινητών ποδιών, που αντιστοιχούν σε ισάριθμα τμήματα του κορμού. Έχει συνολικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”