- γιγαντο-φθόρος
γιγαντο-φθόρος, Erkl. zum vorigen, Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γιγαντο-φθόρος, Erkl. zum vorigen, Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωοφθόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τους Τρώες («τρωοφθόρα δούρατ Ἀχαιῶν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρώς, Τρωός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. Γιγαντο φθόρος] … Dictionary of Greek