γιγαντιαῖος

γιγαντιαῖος

γιγαντιαῖος, Aesop., VLL., dasselbe.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γιγαντιαίος — γιγαντιαίος, α, ο και γιγάντιος, α, ο ο πελώριος, ο υπερφυσικός: Κατέρρευσε ένα γιγαντιαίο κτίριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιγαντιαίος — α, ο (AM γιγαντιαῑος, α, ον) ο γιγάντειος …   Dictionary of Greek

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • βαβυλωνιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βαβυλώνα ή στη Βαβυλωνία νεοελλ. 1. (για κατασκευές ή οικοδομήματα) γιγαντιαίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Βαβυλωνιακή η ακκαδική διάλεκτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ Βαβυλωνιακά ελληνιστικό μυθιστόρημα του Ιαμβλίχου… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… …   Dictionary of Greek

  • γολιάθειος — ο αυτός που έχει το σώμα και τη δύναμη τού Γολιάθ, ο γιγαντιαίος …   Dictionary of Greek

  • δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • κοτζαμάνης — και γκοτζαμάνης, ο γιγαντιαίος, τεράστιος, πελώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kocaman «πολύ μεγάλος, πελώριος»] …   Dictionary of Greek

  • μυριόμετρος — μυριόμετρος, ον (Μ) 1. πολύ μεγάλος, γιγαντιαίος 2. φρ. «μυριόμετροι ἀγέλαι» αγέλες που αποτελούνται από μυριάδες ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μετρος (< μέτρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”