- γιγαντικός
γιγαντικός u. γιγάντιος, = γιγάντειος, Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γιγαντικός u. γιγάντιος, = γιγάντειος, Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Γιγαντικός — gigantic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγαντικός — ή, ό (Α γιγαντικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε γίγαντες αρχ. τερατώδης, απάνθρωπος(«γιγαντική θρασύτης») … Dictionary of Greek
Γιγαντικά — Γιγαντικός gigantic neut nom/voc/acc pl Γιγαντικά̱ , Γιγαντικός gigantic fem nom/voc/acc dual Γιγαντικά̱ , Γιγαντικός gigantic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντικῶν — Γιγαντικός gigantic fem gen pl Γιγαντικός gigantic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντικόν — Γιγαντικός gigantic masc acc sg Γιγαντικός gigantic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντικοῦ — Γιγαντικός gigantic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντικῆς — Γιγαντικός gigantic fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντικήν — Γιγαντικός gigantic fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντικῷ — Γιγαντικός gigantic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… … Dictionary of Greek