κιγκλισμός

κιγκλισμός

κιγκλισμός, , dasselbe, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιγκλισμός — κιγκλισμός, ὁ (Α) [κιγκλίζω (II)] 1. κίγκλισις* 2. ταραχή …   Dictionary of Greek

  • κιγκλισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιγκλισμόν — κιγκλισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”