- γει-αρότης
γει-αρότης, ὁ, dasselbe, Anth. Th. 47 (IX, 23); Archi. 27 (Plan. 94).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γει-αρότης, ὁ, dasselbe, Anth. Th. 47 (IX, 23); Archi. 27 (Plan. 94).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γειαρότης — γειαρότης, ο (Α) αυτός που οργώνει τη γη, ο γεωργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γει(ο) < γη + αρότης (< αρώ) «αυτός που οργώνει»] … Dictionary of Greek