- κεγχρίτης
κεγχρίτης, λίϑος, ὁ, ein Stein mit hirseähnlichen Körnern, Plin. H. N. 37, 11, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεγχρίτης, λίϑος, ὁ, ein Stein mit hirseähnlichen Körnern, Plin. H. N. 37, 11, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεγχρίτης — κεγχρίτης, ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, ίτιδος (Α) 1. όμοιος με σπόρο κεχριού 2. το φίδι κεγχρίας* 3. το πτηνό κεγχρίς* 4. ονομασία λίθου, τού οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με κεχρί κατά την τριβή 5. φρ. «κεγχρῑτις ἰσχάς» σύκο ξερό με πολλούς σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κεγχρίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχρίτην — κεγχρίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek