- γεισί-πους
γεισί-πους, nach Harpocr. τὸ ἐξέχον τῆς δοκοῦ, ἐφ' οὗ τὸ γεῖσόν ἐστι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεισί-πους, nach Harpocr. τὸ ἐξέχον τῆς δοκοῦ, ἐφ' οὗ τὸ γεῖσόν ἐστι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεισίποδας — ο (Α γεισίπους και γεισήπους) το μέρος τής δοκού τής στέγης που προεξέχει από τον τοίχο για να στηρίξει το γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γείσον + πους. Ο τ. γεισήπους με ᾱ (ιων. αττ. η ) αντί ο , αν δεν οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό προς το αμαξήπους … Dictionary of Greek