- κεκροτημένως
κεκροτημένως, mit Beifall; D. Hal. C. V. p. 212, 4, abgerundet, wohlklingend, von der Rede.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεκροτημένως, mit Beifall; D. Hal. C. V. p. 212, 4, abgerundet, wohlklingend, von der Rede.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεκροτημένως — (Α) επίρρ. (για το ύφος τού λόγου) σφυρηλατημένα, τεχνηέντως, κομψά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκροτημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κροτῶ «χτυπώ»] … Dictionary of Greek