- κενό-φρων
κενό-φρων, ονος, Leeres, Nichtiges sinnend, βουλεύματα Aesch. Prom. 761.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενό-φρων, ονος, Leeres, Nichtiges sinnend, βουλεύματα Aesch. Prom. 761.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόφρων — ἰσόφρων, ονος ὁ (Α) αυτός που σκέπτεται ορθά, ο μυαλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φρων (< φρην), πρβλ. θερμό φρων, κενό φρων] … Dictionary of Greek