- κενωτικός
κενωτικός, ausleerend; φάρμακον Medic.; Ael. H. A. 14, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενωτικός, ausleerend; φάρμακον Medic.; Ael. H. A. 14, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενωτικός — tending to empty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενωτικός — ή, ό (Α κενωτικός, ή, όν) [κενώ] αυτός που προκαλεί κενώσεις, ο καθαρτικός («κενωτικά φάρμακα) νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι κενωτικοί λουθηρανική αίρεση τού 16ου αιώνα που δίδασκε ότι ο Ιησούς κατά τη διάρκεια τής ενανθρωπήσεώς του… … Dictionary of Greek
κενωτικά — κενωτικός tending to empty neut nom/voc/acc pl κενωτικά̱ , κενωτικός tending to empty fem nom/voc/acc dual κενωτικά̱ , κενωτικός tending to empty fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενωτικῶν — κενωτικός tending to empty fem gen pl κενωτικός tending to empty masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενωτικόν — κενωτικός tending to empty masc acc sg κενωτικός tending to empty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενωτικώτατον — κενωτικός tending to empty masc acc superl sg κενωτικός tending to empty neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενωτικαί — κενωτικός tending to empty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενωτικοῖς — κενωτικός tending to empty masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενωτικοῦ — κενωτικός tending to empty masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενωτικῆς — κενωτικός tending to empty fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενωτική — κενωτικός tending to empty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)