κεντρωτός

κεντρωτός

κεντρωτός, mit Stacheln versehen, κηφῆνες Arist. H. A. 9, 40, vgl. κεντρόω; von Schuhen mit Eisspornen, Strab. XI, 506. – Ein Wurf mit Würfeln, Eubul. Poll. 7, 205.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεντρωτός — spiky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρωτός — ή, ό (Α κεντρωτός, ή, όν) [κεντρώ] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μεμβρανιδών αρχ. αυτός που έχει κεντρί ή αιχμή, που είναι οπλισμένος με κεντρί, ο κεντροφόρος 2. (για παπούτσια και σανίδες) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κεντρωτά — κεντρωτός spiky neut nom/voc/acc pl κεντρωτά̱ , κεντρωτός spiky fem nom/voc/acc dual κεντρωτά̱ , κεντρωτός spiky fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρωτοῖς — κεντρωτός spiky masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρωτοί — κεντρωτός spiky masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρωτούς — κεντρωτός spiky masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέντρωτος — η, ο [κεντρωτός] 1. αυτός που δεν τόν έχουν κεντρίσει, δεν τόν έχουν τρυπήσει με κεντρί 2. ο ακέντριστος, ο αμπόλιαστος …   Dictionary of Greek

  • κεντρήεις — κεντρήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει κεντρί, κεντρωτός, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. ήεις, (πρβλ. δενδρ ήεις, ελκ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • κεντρωτάς — κεντρωτά̱ς , κεντρωτός spiky fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”