- ζεύκτειρα
ζεύκτειρα, ἡ, die Verbinderinn, Aphrodite, Orph. H. 54, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεύκτειρα, ἡ, die Verbinderinn, Aphrodite, Orph. H. 54, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεύκτειρα — ζεύκτειρα, ἡ (Α) βλ. ζευκτήρας … Dictionary of Greek
ζεύκτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτήρας — ο (Α ζευκτήρ, θηλ. ζεύκτειρα) ιμάντας με τον οποίο δένεται το βόδι στον ζυγό αρχ. 1. αυτός που ενώνει δύο ζώα κάτω από τον ίδιο ζυγό 2. θηλ. «ζεύκτειρα» επίθετο τής Αφροδίτης, τής θεάς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ τήρ < *ζευγ κτήρ < ζεύγνυμι… … Dictionary of Greek