- γεύστης
γεύστης, ὁ, der Kostende, Inscr. 2 p. 201, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεύστης, ὁ, der Kostende, Inscr. 2 p. 201, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεύστης — γεύστης, ο (Α) [γεύομαι] αυτός που γεύεται ή δοκιμάζει κάτι, ο δοκιμαστής … Dictionary of Greek
γευστῆς — γευστός that may be tasted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστῶν — γεύστης taster masc gen pl γευστός that may be tasted fem gen pl γευστός that may be tasted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεῦσται — γεύστης taster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύστην — γεύστης taster masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινογεύστης — ο (Α οἰνογεύστης) νεοελλ. ειδικός σωλήνας ο οποίος εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για παραλαβή μικρής ποσότητας για δειγματοληψία αρχ. άτομο που δοκιμάζει με τη γεύση την ποιότητα τού κρασιού, δοκιμαστής κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος +… … Dictionary of Greek
πρωτογεύστης — ὁ, Α 1. αυτός που πρώτος γεύεται κάτι 2. (στις Ινδίες) ονομασία ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. οινο γεύστης] … Dictionary of Greek