γεω-τόμος

γεω-τόμος

γεω-τόμος, die Erde aufreißend, pflügend, ὅπλον Bian. (X, 101); , Ep. ad. 229 (IX, 741).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεωτόμος — γεωτόμος, ον (Α) αυτός που οργώνει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω (< γη) + τόμος < τόμος < τέμνω (πρβλ. βαλλαντιοτόμος, υλατόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”