- γε-ωρυχία
γε-ωρυχία, ἡ, das Graben in der Erde, Ael. H. A. 6, 43. – Mergelgrube, Inscr. 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γε-ωρυχία, ἡ, das Graben in der Erde, Ael. H. A. 6, 43. – Mergelgrube, Inscr. 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θησαυρωρυχεία — και ορθτ. θησαυρωρυχία, ή η ανακάλυψη και ανόρυξη κρυμμένου θησαυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. θησαυρωρυχεία αντί τού ορθού θησαυρωρυχία < θησαυρός + ωρυχία (< ορύσσω), πρβλ. αλατ ωρυχία, τυμβ ωρυχία. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
υπωρυχία — ἡ, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑπορύσσω* 2. (κατ* επέκτ.) υπόνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ωρυχία (< ωρυχος < ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρυχία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek