- γεω-πονέω
γεω-πονέω, das Land bearbeiten, bebauen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεω-πονέω, das Land bearbeiten, bebauen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεωπόνος — ο, η (AM γεωπόνος, Α και γαπόνος και γηπόνος, ο) νεοελλ. ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία αρχ. μσν. ο αγρότης, ο καλλιεργητής τής γης· [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + πόνος < πονέω. Η αρχαία λ. γεωπόνος ανήκει στον κύκλο τών λέξεων τής… … Dictionary of Greek