- κεχαρισμένως
κεχαρισμένως, adv. zum part. perf von χαρίζομαι, annehmlich, reizend; Ar. Ach. 248; Isocr. 2, 15; Plat. Phaedr. 273 e; Sp.; auch superl. κεχαρισμενώτατα, Xen. Hipparch. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεχαρισμένως, adv. zum part. perf von χαρίζομαι, annehmlich, reizend; Ar. Ach. 248; Isocr. 2, 15; Plat. Phaedr. 273 e; Sp.; auch superl. κεχαρισμενώτατα, Xen. Hipparch. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεχαρισμένως — (Α) επίρρ. με αρεστό, με προσφιλή τρόπο, με χαρά «κεχαρισμένως σοι τήνδε τήν πομπή ν ἐμὲ πέμψαντα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κεχαρισμένος τού χαρίζομαι «φέρομαι ευνοϊκά σε κάποιον, κάνω χάρη σε κάποιον»] … Dictionary of Greek
κεχαρισμένως — acceptably indeclform (adverb) χαρίζομαι say perf part mp masc acc pl (doric) χαρίζω say perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχαρισμενώτατα — κεχαρισμένως acceptably neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχαρισμενώτατος — κεχαρισμένως acceptably masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχαρισμενωτάτας — κεχαρισμενωτάτᾱς , κεχαρισμένως acceptably fem acc pl κεχαρισμενωτάτᾱς , κεχαρισμένως acceptably fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεχαρισμένως — (Α) επίρρ. με χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεχαρισμένως (< κεχαρισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. χαρίζομαι)] … Dictionary of Greek