- κεφάλιον
κεφάλιον, τό, dim. von κεφαλή, Köpfchen eines Fisches, Plut. Symp. 2, 7, 1; Diosc. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφάλιον, τό, dim. von κεφαλή, Köpfchen eines Fisches, Plut. Symp. 2, 7, 1; Diosc. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφάλιον — κεφάλιον, τὸ (Α) βλ. κεφάλι … Dictionary of Greek
κεφάλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεφάλιον — Κεφαλίων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίοις — κεφάλιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίου — κεφάλιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίων — κεφάλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίῳ — κεφάλιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλια — κεφάλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκεφάλιον — κυνοκεφάλιον, τὸ (Α) 1. το φυτό αντίρρινο 2. το φυτό φύλλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κεφάλιον (< κεφαλή)] … Dictionary of Greek
προσεπαίρω — Α [ἐπαίρω, ομαι] 1. σηκώνω, ανυψώνω επί πλέον («προσεπαίρειν κεφάλιον», Σωρ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω πάρα πολύ, δίνω πολύ θάρρος 3. παθ. προσεπαίρομαι μτφ. υπερηφανεύομαι ακόμη πιο πολύ, γίνομαι ακόμη περισσότερο αλαζονικός («προσεπήρθη ὑπὸ τῆς… … Dictionary of Greek
ԹԱԿԱՂԱՂ — (ի, աց.) NBH 1 0793 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 13c գ. ԹԱԿԱՂԱՂ գրի եւ ԹԱԿԱՂԱԿ. κεφαλίδιον, κεφάλιον, κεφαλίς capitulum, capitellum Գլուխ սեան. վերնախարիսխ. խոյակ. (իբրու թագ, թաքքեա. կամ թակ ʼի վերայ գլխոյ սեան). *Սիւն մի հրեղէն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)