κεφαλαῖος

κεφαλαῖος

κεφαλαῖος, den Kopf bildend, zum Kopfe gehörig; ῥῆμα, ein Haupt-, Kapital-, Kernwort, wie ein sopsgroßer Stein, Ar. Ran. 854; der superl. κεφαλαιότατον ist B. A. 104, 6 aus Plat. Gorg. angeführt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεφάλαιος — κεφάλαιος, αία, ον (Α) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή 2. μτφ. αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, κύριος, σημαντικός, κεφαλαιώδης …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίος — α, ο (Α κεφαλαῑος, αία, ον) [κεφαλή] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο καθένα από τα μεγάλα γράμματα τής αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων τού λόγου αρχ. κεφάλαιος* …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαίος — α, ο 1. πρώτος, κύριος. 2. το ουδ. κεφαλαίο ως ουσ., σημαίνει το κεφαλαίο, το μεγάλο γράμμα του αλφαβήτου: Τα γραψε με κεφαλαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλαιότατον — κεφάλαιος of the head masc acc superl sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίων — κεφάλαιος of the head fem gen pl κεφάλαιος of the head masc/neut gen pl κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίως — κεφάλαιος of the head adverbial κεφάλαιος of the head masc acc pl (doric) κεφαλαιόω bring under heads imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλαιον — κεφάλαιος of the head masc acc sg κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίαις — κεφάλαιος of the head fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίη — κεφάλαιος of the head fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίην — κεφάλαιος of the head fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαίης — κεφάλαιος of the head fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”