- κεφαλ-αλγία
κεφαλ-αλγία, ἡ, der Kopfschmerz, Medic., Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλ-αλγία, ἡ, der Kopfschmerz, Medic., Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχιαλγία — Νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ρευματικής ή τραυματικής αιτιολογίας, που μπορεί να προκληθεί και από ορισμένες δηλητηριάσεις (αλκοόλ, μόλυβδος). Η συνηθέστερη αιτία είναι η πίεση του ισχιακού νεύρου από μετατόπιση του μεσοσπονδυλίου δίσκου ή κατά … Dictionary of Greek
τραχηλαλγία — η, Ν πόνος στην περιοχή τού τραχήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + αλγία* (< αλγής< άλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ αλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
τριδυμαλγία — η, Ν ιατρ. η νευραλγία τού τρίδυμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίδυμος + αλγία (< αλγής< άλγος, το), πρβλ. κεφαλ αλγία] … Dictionary of Greek
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek