- κεφαλ-αλγός
κεφαλ-αλγός, = κεφαλαλγής 2, Plut. de sanit. tuend. p. 396, schwerlich richtig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλ-αλγός, = κεφαλαλγής 2, Plut. de sanit. tuend. p. 396, schwerlich richtig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
λιπαλγής — λιπαλγής, ές (Α) αυτός που έχει απαλλαγεί από άλγος ή από θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + αλγής(< ἄλγος, τὸ), πρβλ. θυμ αλγής, κεφαλ αλγής] … Dictionary of Greek
ισχιαλγία — Νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ρευματικής ή τραυματικής αιτιολογίας, που μπορεί να προκληθεί και από ορισμένες δηλητηριάσεις (αλκοόλ, μόλυβδος). Η συνηθέστερη αιτία είναι η πίεση του ισχιακού νεύρου από μετατόπιση του μεσοσπονδυλίου δίσκου ή κατά … Dictionary of Greek
κοιλιαλγώ — κοιλιαλγῶ, έω (Α) έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῑν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῡντι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ, στομ αλγώ] … Dictionary of Greek
λυσαλγής — λυσαλγής, ές (Μ) αυτός που καταπαύει τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. θυμ αλγής, κεφαλ αλγής] … Dictionary of Greek
νοσταλγώ — (ΑΜ νοσταλγῶ, έω) διακατέχομαι από νοσταλγία νεοελλ. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόστος «επάνοδος, επιστροφή» + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ] … Dictionary of Greek
οδονταλγώ — (Α ὀδονταλγῶ, έω) υποφέρω από οδονταλγία, έχω πονόδοντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + αλγῶ (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ] … Dictionary of Greek
οσφυαλγής — ὀσφυαλγής, ές (Α) αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγής] … Dictionary of Greek
ποδαλγής — ές, Α αυτός που έχει πόνους στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ αλγής] … Dictionary of Greek
τραχηλαλγία — η, Ν πόνος στην περιοχή τού τραχήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + αλγία* (< αλγής< άλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ αλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
τριδυμαλγία — η, Ν ιατρ. η νευραλγία τού τρίδυμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίδυμος + αλγία (< αλγής< άλγος, το), πρβλ. κεφαλ αλγία] … Dictionary of Greek