κεφαλικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλικός, ή, ον) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο κεφάλι (α. «κεφαλική φλέβα» β. «κεφαλικός δείκτης» ο λόγος τού μέγιστου μήκους προς το μέγιστο πλάτος τής κεφαλής πολλαπλασιαζόμενος επί εκατό γ. «κεφαλικοὶ… … Dictionary of Greek
κεφαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή: Η φλέβα αυτή είναι κεφαλική. 2. η φράση «κεφαλικός φόρος», ο φόρος που έβαζαν οι Τούρκοι στους ραγιάδες κατ άτομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλικά — κεφαλικός of neut nom/voc/acc pl κεφαλικά̱ , κεφαλικός of fem nom/voc/acc dual κεφαλικά̱ , κεφαλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλικῶν — κεφαλικός of fem gen pl κεφαλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλικόν — κεφαλικός of masc acc sg κεφαλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλικαῖς — κεφαλικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλικαί — κεφαλικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλικοῖσιν — κεφαλικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλικοῦ — κεφαλικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλικούς — κεφαλικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)