- προ-ηγεμών
προ-ηγεμών, όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ ἔξαρχος Dem. 18, 260.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ηγεμών, όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ ἔξαρχος Dem. 18, 260.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ … Dictionary of Greek