ζευξί-λεως

ζευξί-λεως

ζευξί-λεως, Soph. frg. 136, dem das Volk od. Völker unterworfen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζευξίγαμος — ζευξίγαμος, ἡ (Α) (για τον πλανήτη Αφροδίτη) αυτή που συνδέει με τους δεσμούς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι + γάμος ζευξι (< ζεύγνυμι πρβλ. και ζευξί λεως κατά τα σύνθετα τού τύπου τερψί μβροτος + γαμος, (< γάμος) πρβλ. α πειρό γαμος,… …   Dictionary of Greek

  • ζευξίλεως — ( ω), ὁ (Α) (για βασιλείς) αυτός που υποτάσσει τους λαούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι (< ζεύγνυμι) + λεώς «λαός» (πρβλ. βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”