ζευγίτης — ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῑτις) γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.) νεοελλ. παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» για φτωχούς που… … Dictionary of Greek
ζευγίτης — ζευγί̱της , ζευγίτης yoked in pairs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγίτης — ο 1. ζευγάς. 2. αυτός που στην αρχαία Αθήνα ανήκε στην τρίτη τάξη των πολιτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζευγῖται — ζευγίτης yoked in pairs masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγίτας — ζευγί̱τᾱς , ζευγίτης yoked in pairs masc acc pl ζευγί̱τᾱς , ζευγίτης yoked in pairs masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
беда, коль пироги начнет печи сапожник{,} — А сапоги тачать пирожник. Крылов. Щука и Кот. Ср. Wo der Bürgermeister schenket Wein, Der Metzger darf im Rathe sein, Der Seckelmeister backt das Brod, Da leidet die Gemeinde Noth. Надпись на ратуше в г. Готе. Ср. Ein predigender Schuster macht… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Беда, коль пироги начнет печи сапожник, А сапоги точать пирожник — Бѣда, коль пироги начнетъ печи сапожникъ, А сапоги точать пирожникъ. Крыловъ. Щука и Котъ. Ср. Wo der Bürgermeister schenket Wein, Der Metzger darf im Rathe sein, Der Seckelmeister backt das Brod, Da leidet die Gemeinde Noth. Надпись на ратушѣ въ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Zeugite — Un zeugite (du grec ancien ζευγίτης / zeugítês) est, dans l Athènes antique, un membre de la troisième des classes censitaires soloniennes, celle des citoyens disposant de suffisamment d aisance pour acquérir un attelage de bœufs[1]. Cette… … Wikipédia en Français
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
ζευγίσιον — ζευγίσιον, τὸ (Α) [ζευγίτης] ο φόρος τών ζευγιτών … Dictionary of Greek
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek