- ζευγ-ελάτης
ζευγ-ελάτης, Hesych. γηπόνος, = ζευγηλάτης, Treiber eines Gespanns, Xen. An. 6, 1, 8, bes. zum Pflügen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζευγ-ελάτης, Hesych. γηπόνος, = ζευγηλάτης, Treiber eines Gespanns, Xen. An. 6, 1, 8, bes. zum Pflügen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-λάτης — β συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν γενικά «κινώ, οδηγώ, πηγαίνω μπροστά». Ανάγεται στο αρχ. ουσ. ελάτης (πρβλ. ζευγ ελάτης, ον ελάτης) < ἐλαύνω. Συνθετα με β συνθετικό λάτης: αλογολάτης, βοϊδολάτης, γαϊδουρολάτης, ζευγολάτης,… … Dictionary of Greek