κιτταβίζω

κιτταβίζω

κιτταβίζω, att. = κίσσα, κισσαβίζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιτταβίζω — (Α) (αττ. τ.) βλ. κισσαβίζω …   Dictionary of Greek

  • κιτταβίζειν — κιτταβίζω wearer of pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσαβίζω — κισσαβίζω, αττ. τ. κιτταβίζω (Α) φωνάζω σαν κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίσσα (Ι) με σχηματισμό κατά το τιττυβίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”