- κιτρινο-ειδής
κιτρινο-ειδής, ές, citronenartig, citronengelb, Schol. Theocr. 5, 95.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιτρινο-ειδής, ές, citronenartig, citronengelb, Schol. Theocr. 5, 95.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek