- κιτρό-μηλον
κιτρό-μηλον, τό, auch κιτριόμηλον, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιτρό-μηλον, τό, auch κιτριόμηλον, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκόμηλον — κροκόμηλον, τὸ (AM) μίγμα από κυδώνια βρασμένα με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + μῆλον (πρβλ. κιτρό μηλον, ροδό μηλον)] … Dictionary of Greek
μελίμηλον — μελίμηλον, τὸ (ΑM) μσν. γλυκό μήλο, καρπός μηλιάς που έχει εμβολιαστεί σε κυδωνιά αρχ. 1. είδος πρώιμης απιδιάς και ο καρπός της 2. ηδύποτο που παρασκευαζόταν από καρπούς απιδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + μῆλον (πρβλ. γλυκύ μηλον, κιτρό μηλον)] … Dictionary of Greek
χαμαίμηλο — το / χαμαίμηλον, ΝΜΑ (λόγιος τ.) βοτ. το χαμομήλι αρχ. 1. το φυτό ανθεμίς 2. το φυτό παρθένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + μῆλον (πρβλ. κιτρό μηλον, κροκό μηλον)] … Dictionary of Greek
κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… … Dictionary of Greek
μηλοκίτριον — μηλοκίτριον, τὸ (Α) το πορτοκάλι ή το λεμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κίτριον «κίτρο»] … Dictionary of Greek