- προ-οικο-δομέω
προ-οικο-δομέω, vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῠ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-οικο-δομέω, vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῠ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.