- κισσο-ειδής
κισσο-ειδής, ές, epheuartig, φύλλα, Diosc. – Adv. bei Schol. Theocr. 13, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσο-ειδής, ές, epheuartig, φύλλα, Diosc. – Adv. bei Schol. Theocr. 13, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσοειδής — ές (Α κισσοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με κισσό («φύλλα κισσοειδῆ», Διοσκ.) 2. φρ. «κισσοειδής καμπύλη» ή «κισσοειδής (γραμμή)» η καμπύλη που επινόησε ο μαθηματικός Διοκλής για την επίλυση τού προβλήματος διπλασιασμού τού κύβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek