- κισσο-χίτων
κισσο-χίτων, ωνος, mit Epheu bekleidet, umhüllt, Bacchus, Orph. Lith. 258.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσο-χίτων, ωνος, mit Epheu bekleidet, umhüllt, Bacchus, Orph. Lith. 258.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανοχίτων — κυανοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά χιτώνα κυανού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χιτών (πρβλ. κισσο χίτων, τοξο χίτων)] … Dictionary of Greek
κισσοχίτων — κισσοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) ντυμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χίτων (< χιτών, πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] … Dictionary of Greek