κισσο-στεφής

κισσο-στεφής

κισσο-στεφής, ές, mit Epheu gekränzt; Anacr. 46, 5; Alciphr. 3, 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιοστεφής — ές ιοστέφανος* («ιοστεφές άστυ» η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις τού ορίζοντά της). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο στεφής, λευκο στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • λικνοστεφώ — λικνοστεφῶ, έω (Α) φέρω λίκνο, δηλ. είδος κανίστρου πάνω στο κεφάλι σε θρησκευτική πομπή («λικνοστεφεῑ λίκνον στεφανούμενος θρησκεύει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λικνοστεφής < λίκνον + στεφής (< στέφος [τὸ] «στέφανος»), πρβλ. κισσο στεφής,… …   Dictionary of Greek

  • πυριστεφής — ές, Α περικυκλωμένος από φωτιά («πυριστεφής εὐνή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + στέφης (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. κισσο στεφής, χρυσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • ροδοστεφής — ές, ΝΑ ροδοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στεφής (< στέφος, το < στέφω), πρβλ. κισσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • υδατοστεφής — ές, Α αυτός που δίνει την εντύπωση ότι είναι στεμμένος με νερό, περικυκλωμένος από νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + στεφής (< στέφος< στέφω), πρβλ. κισσο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • κισσοστεφής — ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, ές) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι στεφής, ροδο στεφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”