κισσαβίζω, att. κιτταβίζω, wie der Häher schreien, Poll. 5, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσαβίζω — κισσαβίζω, αττ. τ. κιτταβίζω (Α) φωνάζω σαν κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίσσα (Ι) με σχηματισμό κατά το τιττυβίζω] … Dictionary of Greek
κιτταβίζω — (Α) (αττ. τ.) βλ. κισσαβίζω … Dictionary of Greek